-
1 αφετος
21) отпущенный на волю, вольный, свободный(ἄ. ἀλᾶσθαι γῆς ἐφ΄ ὅροις Aesch.; ταῦροι Plat. и ἡμίονοι Plut.)
2) привольный(νομή Plut.)
3) удалившийся от мирских дел, посвященный богам(ἐν θεοῦ δόμοισιν ἄ. Eur.; ἄ. καθάπερ ἱερόδουλος Plut.)
4) распущенный(τὸ ἄφετον τῆς κόμης Luc.)
5) пространный, многословный(λόγοι Luc.)
См. также в других словарях:
TAENIA — fascia seu vinculum est. Caecilius apud Festum. Dum taeniam, qui vulnus vinciret, petit. Et quidem τὸ τῶ μαςῶν γυναικείων ζῶσμα, uberum muliebrium cinctus, Pollux, l. 7. c. 13. sed τὸ ὰφετον τῆς κόμης συνδέουσα, vitta quâ crines ligabantur,… … Hofmann J. Lexicon universale
όρπη — η, ΝΜΑ 1. μετάλλινο, συνήθως, εξάρτημα και κόσμημα, συνδυασμένο με περόνη, που χρησιμεύει για σύνδεση τών δύο άκρων ιμάντα, ζώνης ή και ενδύματος, το θηλυκωτήρι, η καρφίτσα, η κόπιτσα, η αγκράφα 2. (στην αρχ.) κόσμημα με το οποίο οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek